ξαμάρι

ξαμάρι
και αξαμάρι, το (Μ ξαμάρι και άξαμάρι)
1. μετρική μονάδα, μέτρο
2. υπόδειγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀξαμάρι < ἄξαμον «μετρική μονάδα» + κατάλ. -άρι*, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”